Εἰμί = Είμαι, υπάρχω.
Θα το συναντήσετε παντού στα αρχαία κείμενα και όχι μόνο. Θα προσέξετε ότι η γραμματική και το συντακτικό σας το χαρακτηρίζουν με διάφορα επίθετα: Βοηθητικό, γιατί χρησιμεύει στο σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων της αρχαίας ελληνικής, όπως τα σημερινά είμαι και έχω. Ανώμαλο, γιατί έχει τη δική του ιδιαίτερη γραμματική κλίση, δεν υπακούει σε κανόνες, δεν μπαίνει σε καλούπια. Συνδετικό, όταν μεσολαβεί για να συνδέσει το υποκείμενο με την ιδιότητα που του αποδίδεται (κατηγορούμενο): Σωκράτης ἐστὶ σοφός=Ο Σωκράτης είναι σοφός. Υπαρκτικό, όταν σημαίνει υπάρχω π.χ. Ἔστι ἐλπίς=Υπάρχει ελπίδα Απρόσωπο, όταν βρίσκεται στο γ' ενικό πρόσωπο (ἔστι) και το υποκείμενό του δεν είναι πρόσωπο ή πράγμα: Ἔστι λαβεῖν = μπορώ να πάρω |
|
|